Τιμαρετη

Τιμαρετη
    Τιμαρέτη
     Тимарета (средняя из Додонских жриц) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Τιμαρετη" в других словарях:

  • Τιμαρέτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιμαρέτη — Αρχαία Ελληνίδα ζωγράφος, που άκμασε γύρω στο 450 π.Χ. Άλλοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι έζησε τον 3o αι. π.Χ. Φιλοτέχνησε πίνακες αρχαϊκού ρυθμού …   Dictionary of Greek

  • Τιμαρέτα — Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc/acc dual Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • Τιμαρέταν — Τιμαρέτᾱν , Τιμαρέτη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»